- επιδεκτικός
- -ή, -ό (AM ἐπιδεκτικός, -ή, -όν) [επιδέχομαι]αυτός που επιδέχεται κάτι, που μπορεί να δεχθεί κάτι («επιδεκτικός μαθήσεως», «επιδεκτικός θεραπείας, διορθώσεως» κ.λπ.)αρχ.1. κατάλληλος να έχει κάτι («οὔτε γὰρ ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι»)2. εκείνος με τον οποίο ασκείται κάποιος σε κάτι («γύμνασμα ἐπιδεκτικὸν ἠθῶν καὶ παθῶν»).
Dictionary of Greek. 2013.